- μαντολινάτα
- η(λ. ιταλ.), ορχήστρα από μαντολίνα: Οι μαντολινάτες της Ζακύνθου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μαντολινάτα — η 1. ορχήστρα από μαντολίνα, κιθάρες και μαντόλες 2. μουσικό κομμάτι που συνοδεύεται από μαντολίνο ή από μαντολινάτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. mandolinata < mandola (πρβλ. μασκαράτα)] … Dictionary of Greek
μανδολινάτα — η βλ. μαντολινάτα … Dictionary of Greek
μασκαράτα — η ομάδα ή πομπή από μασκαράδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. mascarata (πρβλ. μαντολινάτα)] … Dictionary of Greek
Ψάχος, Κωνσταντίνος — (Μεγάλο Ρεύμα, Βόσπορος 1869 – Αθήνα 1949). Έλληνας μουσικολόγος, θεωρητικός, μουσικοδιδάσκαλος και συνθέτης. Σπούδασε βυζαντινή μουσική στην Κεντρική Ιερατική Σχολή της Κωνσταντινούπολης και θεολογία στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης. Στα πρώτα… … Dictionary of Greek